Διήγημα: “Ο βάλτος μας”
Της Κατερίνας Γραμματικού //
αναδημοσίευση απο το www.fractalart.gr
Ο βάλτος μας
– Φύγε από κει! Είναι μολυσμένα! Και μην περπατάς ξυπόλητη.
– Θέλω να βουτήξω.
– Καλά, αστειεύεσαι! Το λιγότερο που μπορείς να φύγεις είναι σαν ερυθρόδερμος. Δεν κάνουμε μπάνιο πια εδώ.
– Κοίτα γύρω σου, μου λες. Τι είναι όλοι αυτοί; Δεν ξέρουν γιατί σκεπάζονται με άμμο και φύκια; Αφού το έχουν πει γιατροί ότι κάνουν καλό.
– Τα καθαρά φύκια, όχι τα γλιστερά, με τοξικά κατάλοιπα πάνω τους. Κοίταξα παρόλα αυτά τους νεκρούς που ήταν θαμμένοι στην ακτή και ένας υποδόριος φόβος μου προκάλεσε φαγούρα.
Η παραλία μας με τον καιρό θα ονομαζόταν Ιαματική. Αν και οι άμπωτες και οι παλίρροιες μάζευαν κι έβγαζαν σκουπίδια στην βαλτώδη ακτή, τα φύκια αναβαθμίζονταν ως θεραπευτικό είδος για τον άνθρωπο, σε μια θάλασσα που άλλαζε συνεχώς χρώμα, γινόταν πιο πράσινη.
– Θυμάσαι που φοβόμουν τα βρύα; Άσε τα φύκια!
– Μάθε ότι έχουν γίνει γαστρονομική συνήθεια τελευταία κι αυτά, ναι, ναι, τα χορταράκια που πάταγα με τα πόδια μου και μου έλεγες “είναι καθαρά σ’ αυτό το σημείο, μη φοβάσαι”. Ολόκληρα λιβάδια γαργαλούσαν το σώμα μου, θολώνοντας τα νερά, όσο κι αν εγώ ήθελα να βλέπω το βυθό.
Η παλιά μας ακτή μητέρα, τα καλοκαιρινά μπάνια στη δική μας παραλία, όταν άλλοι συμμαθητές από τα ορεινά χωριά, έπρεπε να διασχίσουν βουνά και κάμπους μέχρι να έρθουν στη λίμνη. Έτσι την αποκαλούσαν πολλοί. Γιατί ήταν ήσυχη τον περισσότερο καιρό. Κύματα βουνά δεν γνώριζε η θάλασσά μας. Ερχόταν και για έναν άλλο λόγο ο κόσμος. Ήταν ρηχή, περπατούσες μέτρα μέχρι να φτάσει το νερό στον αφαλό και να κολυμπήσεις στα βαθιά.
Εσύ όμως δεν θα μπεις, ούτε αυτή τη φορά. Γιατί το κολύμπι που ήξερες, το ξέμαθες και γιατί έχει πάψει να είναι η θάλασσά Μας. Ο βάλτος κάθε μέρα χειροτερεύει. Κρατάει όμως σταθερά κάτι γηραιούς πελάτες, τουριστικά πουλιά και όλους εκείνους που παλεύουν τη μοναξιά με τους ήχους του νερού.
– Μην βάζεις τα πόδια σου!
Τα φύκια που πάτησα πέρσι το καλοκαίρι, αναζητώντας ίαση στις αναμνήσεις μου, με έστειλαν στο φαρμακείο για κορτιζόνη. Δεν πρέπει να επιθυμείς να αγγίξεις αχαρτογράφητα νερά της παιδικής σου μνήμης;
Τη σιωπή του κόλπου ταράσσουν φτεροκοπήματα και κρωξίματα πουλιών, θόρυβοι από βοθρατζίδικα που αδειάζουν κρυφά στη θάλασσα και μπάζα που πετιούνται από αγνώστους στην ακτή. Ανάμεσά τους υπάρχουν και οι απόκοσμοι, κάτι τύποι που σταλιάζουν για ώρες στο νερό ψάχνοντας για δολώματα, και οι άλλοι. Εκείνοι που έρχονται -γιατί δεν θέλουν να ξέρουν- και ψαρεύουν δίπλα σε φλαμίνγκο, βουτηχτάρια, νερόκοτες, τσικνιάδες, γερακίνες και χαλκόκοτες, ερωδιούς και αγριόπαπιες, κάτω από σμήνη με ψαρόνια και γλάρους. Τουλάχιστον τα πουλιά ξέρουν που θέλουν να πάνε, λες.
Ο βιολογικός σταθμός, χύνει αδιάκοπα καυτό «καθαρό» νερό στον κόλπο και η μυρωδιά από τα πυρηνελαιουργεία ξαπλώνει στην ομίχλη, μπαίνει απρόσκλητα στα σπίτια, στρογγυλοκάθεται με πλήρη ελευθεριότητα, σερβίροντας συμπαγή καπνό, τόσο πυκνό που κόβεται με μαχαίρι μες στην υγρασία. Τρώμε όλοι απ’ αυτό.
Κομμάτι αιγιαλού σχηματίστηκε για να ξεδιψάει και να ταΐζει ξενικά πουλιά· ο τόπος ετούτος ζωντανεύει στο περάσμά τους, κτυπά άλλος ρυθμός στην καρδιά της προστατευόμενης περιοχής. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι στις βόλτες τους, οι περαστικοί, απαγορεύεται να ρυπαίνουν. Σκουπίδια κάθε λογής πλάι στο σύμπαν των οστράκων, κελύφη από φυσίγγια, αναπτήρες, πλαστικά μπουκάλια, αποτσίγαρα, σακούλες, προφυλακτικά και ό,τι άλλο φανταστείς, προσφέρονται προς αλίευση κατά μήκος της ακτής.
– Ήρθαν τα πουλιά; με ρώτησες τελευταία. Ήταν Σεπτέμβρης.
– Όπου να’ ναι, σου απαντώ.
Θυμάσαι με ένστικτο ραβδοσκόπου, ο βάλτος έγινε τώρα κομμάτι μυαλού σου.
– Καλά που έρχονται κι αυτά και δεν ερημώνει ο τόπος.
Σπάνιο είδος τα αποδημητικά, ξέρουν όμως να επιστρέφουν. Έρχονται συχνά.
Αντίκρυ στο βάλτο μας, τα μακρύλαιμα νησάκια που διακρίνονται, δεν ανήκαν ποτέ στα κοντά μας όνειρα. Εμείς δυό ρόδες είχαμε και μια πετσέτα χρειαζόμασταν. Εντάξει, δεν υπήρχε τόσο πλαστικό για να δηλώνεις την παρουσία σου παντού. (Επιμένω! Τα τσόφλια τα μάζευες πάντα). Δεν είχαμε άλλωστε ΙΧ να ξεμακραίνουμε σε άλλες παραλίες με τουρίστες, ομπρέλες και ουζάκια πάνω στα τραπέζια. « Η Θάλασσά μας» λέγαμε και μας αρκούσε να παραθερίζουμε στο χωριό, τη μόνιμη κατοικία μας, χωρίς βέβαια να συνηθίσουμε την μυρωδιά του βάλτου. Δεν στερηθήκαμε νομίζω την αίσθηση ότι ανήκουμε σε αυτό το μέρος. Είχαμε και την ησυχία μας.
Προσπερνάω τα μπάζα και τις σωλήνες. Για χρόνια τα βλέπω στο ίδιο σημείο – κάποιο μεγάλο έργο θα γίνει εδώ. Σκύβω στα μικρά λουλουδάκια. Χωμένα ανάμεσα σε άγρια βλάστηση, βούρλα και σκίνα, πουρνάρια και σφένδαμα, θημωνιές και άφθονοι καλαμιώνες, τα μόνα ιστία πριν τα ναυάγια αποκαλυφθούν σε αυτό το χερσαίο οικοσύστημα. Αν βουλιάξω στο τέλμα θα σωθώ.
Πρόχειρη χαβούζα ήταν της περιοχής ο βάλτος μας, για δεκαετίες, αλλά και κοντινό βοσκοτόπι για πρόβατα και αγελάδες, κρυψώνα πουλιών με φωλιές. Τελευταία άλλαξαν πολλά και δια νόμου. Συνεχίζουν όμως να σταθμεύουν τροχόσπιτα ή να κάνουν αερομοντελισμό πάνω από τα κοπάδια πουλιών, οδοστρωτήρες να στρώνουν την άμμο(!) εξαφανίζοντας φωλιές και αυτοκίνητα κινούνται ελευθέρας, προς πάσα κατεύθυνση, προκαλώντας αναστάτωση στη ζωή του βιότοπου.
Ο τελευταίος κυνηγός πλήρωσε με την εξαφάνισή του από την περιοχή για τις άγριες πάπιες που βρήκαν μαδημένες στην πόρτα του. Συστάσεις, υποδείξεις να απομακρυνθεί από το συγκεκριμένο σημείο, θα πρέπει να του έγιναν. Δεν μπόρεσε να πείσει κανέναν ότι την παράγκα του, μια έρημη ψαροκαλύβα, την είχε στεριώσει στη δική του Μπουβίλ* με τον γνωστό σε πολλούς τρόπο, χωρίς να βλάπτει κανέναν και το κυνήγι, ήξερε πως δεν απαγορεύεται. Όχι όμως εκεί! Ενόχλησε τις Αρχές η παρουσία του, γιατί εκτός ότι βρισκόταν πλέον εντός οριοθετημένης ζώνης του υδροβιότοπου, λειτουργούσε αυθαίρετα πρόχειρο μαγειρείο, προσφέροντας σε κατατρεγμένα ζευγαράκια, ψάρι κυρίως και κυνήγι.
Η παράγκα, για χρόνια αποτελούσε σημαδούρα. Χώριζε την παραλία για μπάνιο από το βούρκο του σημερινού υδροβιότοπου.
*Μπουβίλ (Bouville, επινοημένη πόλη με συμβολικές έννοιες: Πόλη των βοδιών(ville des boeufs), της λάσπης (ville la boue), του τέλους (ville du bout), στο βιβλίο Ναυτία, του Ζ.Π. Σάρτ, εκδ. Πατάκη).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου