Πέμπτη 26 Ιουνίου 2025

το ταξίδι ενός ποταμού

 

Ερασίνος ποταμός, Νέα Κίος Άργους/ Katerina Grammatikou

Ερασινή η θελκτική πόλη του Ομήρου.

Ένας ποταμός αναβρύζει από την πεδιάδα του Καίσαρι στην Κορινθία, πέρα, την Στυμφαλία λίμνη, την Ερασινή όπως την ονόμαζαν παλιά.

Φτάνει στο Άργος για να βαπτιστεί Ερασίνος και στο Κεφαλάρι εκεί όπου εκρέουν τα νερά της καταβόθρας της Σκοτεινής για να βγουν από τα σπηλαιώδη έγκατα τα κεφάλια της Λερναίας Ύδρας, του Ποντίνου, της Αμυμώνης οι πηγές.

Μοναδικό ποτάμι που κυλά στην Αργολίδα, κρατά με το σθένος του αιώνες τώρα την ορμή του, όταν τόσα άλλα στερεύουν…

Πράσινο, με παρόχθια βλάστηση, πλούσια ορνιθοπανίδα, έχει επισκέπτες όλο το χρόνο. Συστοιχίες με ευκαλύπτους χαρίζουν τη σκιά τους στον περιπατητή. Το νερό διαβαίνει απ τα σπίτια, συρίζει στις αυλές, για να χαθεί γαλήνια πλάι στον εδώ και καιρό άνυδρο Ίναχο ποταμό, κατά μήκους του Τημένιου.

Φωτογράφοι μαγεύονται από τη ζωή του ποταμού, τα χρώματα, τις αντανακλάσεις του νερού.

Περιηγητές αναζήτησαν την ταυτότητα αυτού του αξιαγάπητου, του εράσμιου ποταμού που δεν θέλει να σταματήσει να κυλά.

Το επιθυμητό φάρμακο




 Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό ΜΕΛΙΤΡΟΠΟΝ - τεύχος 5 

Είχε από την στιγμή που γεννήθηκε δικαίωμα στη ζωή. Ήταν υπεύθυνος πολίτης, ηθικός. Γιατί να του στερούν το δικαίωμα να επιλέξει τον θάνατό του και ελεύθερα να αποφασίζει για τον ίδιον; Δεν βλάπτει κανέναν.

Είναι αδύναμος. Εμπρός του είναι το Μεγάλο Φως. Δείχνει ανήσυχος και φωνάζει: Μην κλείνετε τα φώτα! Μα γιατί κλείνετε τα φώτα;

Το σκοτάδι έρχεται εύκολα από τις γενναίες δόσεις φαρμάκων. Ο ηλικιωμένος ασθενής στον θάλαμο 7 πάσχει από ανίατη αρρώστια. Κανένα φάρμακο, καμία θεραπεία δεν θα επιφέρει ίαση. Πάσχει σωματικά, ο νους του παραμένει υγιής, μυαλό ξουράφι. Τι κατάρα κι αυτή, ένα υγιές μυαλό να υπομένει τον θάνατό του!

Η θυσία που ζητά καιρό τώρα από τον θεράποντα γιατρό, δεν εισακούεται. Διατείνεται πως αντιβαίνει της ιατρικής δεοντολογίας, «να υποστηρίζει τη ζωή», να μην διευκολύνει κανέναν θάνατο.

Κι αν αυτά τα δυο είναι ταυτόσημες έννοιες, κάπου να συναντούνται;

Γιατί τον κάνουν άβουλο, να δέχεται πληθώρα φαρμάκων, όλα εκείνα τα κατασταλτικά, τα ηρεμιστικά και τόσα άλλα, για το καλό του πάντα, όταν με ένα και μόνο θανάσιμο φάρμακο, μπορούσαν να του προσφέρουν το μεγαλύτερο καλό και να μείνει για πάντα ευτυχισμένος (να τον ξεφορτωθούν κι όλας) κι ας του καταλογιζόταν ως ατομική ευθύνη –έστω μετά θάνατον!

-          Ανάψτε τα φώτα, εδώ και τώρα!

Δεν τον υπακούνε. Έναν παλιό αστυνομικό και αδιαφορούν στις εντολές του. Ευτυχώς το κρεβάτι του είναι κοντά στο παράθυρο. Ένα πεταμένο σακί που βλέπει λίγο παραπάνω φως από τους διπλανούς του είναι, του αρκεί, αρκεί να μην του κλείνουν τις κουρτίνες. Ίσως η θέση αυτή να τον ανταμείβει περισσότερο, να ξεπερνά όλες τις βαθμίδες ανέλιξης στην επαγγελματική του καριέρα.

Δεν νοσταλγεί εύκολα. Καμία νοσταλγία δεν τον δεσμεύει να παραμένει στο τώρα. Θυμάται κάπου κάπου εκείνα που δεν έκανε και εκείνα που μπορούσε να κάνει, όπως για παράδειγμα, αν είχε ακόμα το υπηρεσιακό περίστροφο. Δεν δοκίμασε ποτέ να το στρέψει στον εαυτό του, συνειδητά, τόσα χρόνια πέρασαν. Τώρα όμως θα ήθελε να το είχε στο μαξιλάρι του.

Από αυτή τη θέση στο παράθυρο παρασημοφορείται καθημερινά βλέποντας τις φυλλωσιές, οι κόρνες και το βουητό της πόλης σβήνουν και ο θόρυβος του διαδρόμου γίνεται απόηχος, συγχορδία στα τιτιβίσματα των πουλιών που απομονώνονται έξω από το τζάμι. Ζητάει να του ανοίξουν λίγο το παράθυρο. Δεν πρέπει, του λένε. Η ελάχιστη φύση του ακάλυπτου είναι ολόκληρος ο παράδεισος. Κι όμως δεν του αρκεί.

Χαίρεται βέβαια με το κλαδί που ακουμπά στο παράθυρο. Μικρές ενδείξεις ευτυχίας τον ξεγελούν να θέλει να παραμείνει στον επίγειο κόσμο. Όταν φυσάει, οι φυλλωσιές ερίζουν το κτίριο. Με τους αέρηδες συνομιλεί, έχει διερμηνέα το δικό του κλαδί, είναι ενός υγιούς δέντρου, αυτό με τα πολλά μπουμπούκια· να μπορούσε να κόψει ένα! Οι εποχές αλλάζουν, κι αυτά θα γίνονται ξανά και ξανά μπουμπούκια πάνω στο δέντρο, όσο υπάρχει ήλιος και γερά κλαδιά σε ζωντανούς κορμούς, πουλιά θα φτιάχνουν φωλιές. Αν τους έδεναν τα πόδια και τα κρεμούσαν από το κλαδί, θα προτιμούσαν τη ζωή ανάποδα από έναν στιγμιαίο θάνατο;

Ποτέ του δεν είχε αρκετό χρόνο να νοσταλγεί, να αναπολεί τα περασμένα. Αν κάτι μπορούσε να ζητήσει, ως τελευταία επιθυμία, είναι να ερχόταν να τον δει η πρώην σύντροφός του. Φοβάται λίγο, μήπως βλέποντάς την, αποδράσει η επιθυμία θανάτου και δεν θέλει να χάνει χρόνο.

Φωνάζει πάλι τον γιατρό. Δεν έρχεται. Κανένας από το νοσηλευτικό προσωπικό δεν έρχεται πια. Τον έχουν καταλάβει και αδιαφορούν.

Όσο αυτός επιμένει, τόσο αυτοί αδιαφορούν.

Ζητάει με επιμονή το θανάσιμο φάρμακο. Είναι καθήκον στον συνάνθρωπο, τούς λέει. Επειδή κάποιο ανθρώπινο χέρι θα μεσολαβήσει στην απώλεια ζωής του; Απαιτεί απλά να συμβεί αυτό που επιζητά: την λύτρωσή του.

Από μικρό τον μάθαιναν να κυριαρχεί στην άλογη φύση του, να μαθαίνει πώς να ημερεύει το άγριο άλογο του εαυτού του· τα πάθη και τις αδυναμίες του να τις μεταμορφώνει σε αρετές και ηθικές αξίες. Γιατί να μην είναι θεμιτή η επιλογή του μπροστά στην ώρα της Κρίσης; Ο πόνος δεν είναι επαρκής λόγος για να τους επιτάξει να τον φέρουν πιο γρήγορα στο επέκεινα, το Μεγάλο Φως;

 

αναμνήσεις θέρους

 


αναμνήσεις θέρους

 

Τα τριήμερα έμοιαζαν σαν προεόρτια των μεγάλων διακοπών. Εκείνα, με τις ημέρες του Καλοκαιριού να μην τελειώνουν. Μ’ έναν γεμάτο Αύγουστο και μια ζεστή θάλασσα για όλες τις ηλικίες.

 

Δεν υπήρχαν προπαρασκευαστικά τμήματα ξένων γλωσσών ή εντατικά προετοιμασίας για τις Πανελλαδικές. Υπήρχε μόνο παιχνίδι και θάλασσα. Ανέμελο ύφος αλά Χωκ Φιν και Τομ Σώγερ μ’ ένα στάχυ στο στόμα, χωρίς κινητό στο χέρι.

Το χαμένο Καλοκαίρι της καρδιάς μας

 

Τα μπάνια κάποτε ανήκαν στο λαό. Το «Ελληνικό Καλοκαίρι» υπήρξε. Η κοινωνία φαινόταν τακτοποιημένη στις τάξεις της και η αμφισβήτηση ανήκε στην ιδεολογική πάλη μιας κάστας διανοουμένων αγωνιστών που χάριν σε αυτήν - ανέκαθεν- εκδημοκρατιζόμασταν. Με το θέρος ακόνιζες τα αυτοσχέδια δρεπάνια της συγκομιδής εικόνων και βιωμάτων και η λήξη του σχολείου σήμαινε μια νέα αρχή.

Υπήρχε και παλιά κατηγοριοποίηση των διακοπών. Αν κάποια οικονομική και κοινωνική τάξη αναπολεί όμως τη χαμένη της αίγλη, τα λεφτά (κυρίως) και τα ιδανικά που δικαίως της ανήκαν, είναι η μεσαία τάξη. Σε αυτήν την κάστα των «Αθηναίων πολιορκητών» ανήκαν οι επισκέπτες του Καλοκαιριού στα χωριά.

 Οι διακοπές τους διατηρούσαν μια μυστηριώδη αίγλη, αφού οι γονείς τους είχαν καλά εισοδήματα, γενναίους μισθούς και το σπίτι του παππού και της γιαγιάς είχε επισκευαστεί για να λειτουργεί ως εξοχικό. Δεν θα αργούσε να έρθει η εποχή, όταν μέσα σε λίγο καιρό, θα το επισκέπτονταν τα ίδια εγγόνια με τα δικά τους παιδιά, διατηρώντας την ονομασία «εξοχικό» έχοντας στο εξής άλλα εισοδηματικά κριτήρια παρακαταθήκη. Τα χαμένα μεγαλεία δεν τα απαρνείσαι, τα επαναχρησιμοποιείς αν ξεμείνεις.

Ο καπιταλισμός έφερε φτωχοποίηση, βούλιαξε τάξεις, τελμάτωσε επαγγέλματα, αλλοτρίωσε συνειδήσεις, διέλυσε ανθρώπινα μυαλά. Σε κάποιους έφερε διακοπές διαρκείας λόγω μακροχρόνιας ανεργίας.

Τα μπάνια του λαού όμως, για τα φτωχαδάκια τουλάχιστον, λίγο πολύ δεν άλλαξαν. Απλά, τώρα ίσως να ψωνίζουν περισσότερες πλαστικούρες made in China για την παραλία, έχουν ακόμα αυτοκίνητο με βενζίνα (!), πίνουν όμως δίπλα δίπλα με την ανώτερη τάξη freddo cappuccino με χάρτινο καλαμάκι, όσο οι προύχοντες περιμένουν τον σκύπερ να έρθει στα ρηχά να τους πάρει.


Φωτογραφία / Unsplash

 

 

Ελληνική Φιλοξενία

 

Όσοι πάντως είχαν μια θεία να τους φιλοξενεί, ήταν τυχεροί. Οι τζάμπα διακοπές δεν έβλαψαν ποτέ κανέναν και η μαγική λέξη «Φιλοξενία», αποτελεί μέρος του εθνικού μας προϊόντος, θα έπρεπε τουλάχιστον να γίνει Π.Ο.Π., μαζί με τις αγκινάρες, τα λάδια και τα κρασιά, όσο κι αν φοροδιαφεύγει στα σπίτια των συγγενών και φίλων. Ελπίζω να μην μας βάλλουν να το δηλώσουμε κι αυτό κάποια στιγμή!

Η φιλοξενία στους θείους για μπάνια, θα παραμένει μια από τις πλέον γενναιόδωρες πράξεις που θα παραμένει ανεξίτηλη θύμηση.

Την ελληνική Φιλοξενία νομίζω δεν την υιοθετήσαμε, κυλά στο αίμα όλων των Ελλήνων ή μήπως ο Δίας μας έκανε όλους αδέλφια;

«Η φιλοξενία είναι πατροπαράδοτη στην οικογένειά μας».

Η ατάκα που είχε πει η Βασιλειάδου στην ταινία «Η ωραία των Αθηνών».

Μπορεί να έχουμε μυστικό «χάρισμα», εθνικό ταλέντο στο να υποδεχόμαστε τον επισκέπτη, τον τουρίστα, ειδικά τον ξένο, τον αλλοδαπό. Είμαστε άριστοι οικοδεσπότες, πώς να το κάνουμε. Στρώνουμε με ευλάβεια το τραπέζι, το γεμίζουμε καλούδια, σερβίρουμε κοπανιστή με υποκλίσεις, μέχρι να την κοπανίσουμε λόγω εργασιακής εκμετάλλευσης. Σπουδάζουμε την τουρισμό σαν να σπουδάζουμε Τέχνες. Υποκλινόμαστε στο φιλοδώρημα και εξασθενούμε σε ένα ακόμα χαμένο ρεπό.

Μας γράφουν !

 

Κερδίζουμε όμως. Όταν μας γράφουν στις πλατφόρμες με ευγνωμοσύνη, χαρίζοντάς μας άφθονες ευχαριστίες για την παροχή αυτής της «υπέροχης Φιλοξενίας και των αξέχαστων στιγμών», έτσι που να μπορούμε κι εμείς να διατηρούμε το προσφερόμενο προϊόν που καλλιεργούμε (ως μονοκαλλιέργεια, εντάξει) όσο γίνεται φτηνό στην παραγωγή του, με σκοπό μια ακριβή αξία πώλησης και μεταπώλησης χάριν της πλήρους απασχόλησης!

Η γη, το απέραντο τουριστικό προϊόν σε μεταπώληση

 

Η συνέργεια μεταξύ τουριστικών πρακτόρων απέδειξε τις τελευταίες δεκαετίες, πως όλη η υφήλιος μπορεί να μετατραπεί σε ένα απέραντο κρεβάτι και μια κουζίνα με «παραδοσιακές συνταγές», αρκεί να υπάρχουν στιβαρά μπράτσα, χαμόγελα διαρκείας και γερή σπονδυλική στήλη. Αναρωτιέμαι πως θα ήταν ο κόσμος μας αν όλα μετατρέπονταν σε  τουριστικό αγαθό;

Όσο η Ελλαδίτσα μας πάντως μετατρέπεται σε ένα απέραντο ξενοδοχείο, εγώ αναπολώ την περιποίηση της θείας, εκείνης της συγκεκριμένης θείας που δεν υπάρχει πια. Για την φροντίδα της και όλα εκείνα τα ελέη του Θεού που μας έδινε, αλλά και για τα άλλα. Για την μαγεία που βρισκόσουν μακριά από τα χωριά του κάμπου και τα βαλτοτόπια για ακτές. Πως είναι να μουλιάζεις στη θάλασσα και να κάνεις απανωτές βουτιές, να τρως παγωτό με σπίθες, να πηγαίνεις θερινό σινεμά, να μπαίνεις σε ζαχαροπλαστείο και να διαλέγεις ό,τι θέλεις, να κλέβεις τσιγάρα από το πακέτο του θείου, να σε στραβώνει ο ήλιος και να ζαρώνεις τα βλέφαρα στις άγνωστες υπεριώδεις ακτίνες uv, να βολτάρεις σε μια απέραντη παραλία χωρίς κορναρίσματα, παρκαρισμένα αυτοκίνητα και μηχανές, αγριεμένους καβαλάρηδες και μια κτηνώδη διάθεση να θέλει να υπερκεράσει τα πάντα.

Όσο οι θείες λιγοστεύουν, λιγοστεύουν και οι παραγωγικές τάξεις, σαν να συμπυκνώνονται μαζί με τον χρόνο και μαζί τους χάνεται το άρωμα και η γεύση στα φρούτα. Η παροχή υπηρεσιών έχει την τιμητική της στην μετακαπιταλιστική οικονομία, είναι αναπόφευκτο.

Αναγκασμένοι να μαθαίνουμε, από νήπια ήδη, ξένες γλώσσες, μαθαίνουμε εκούσια και την περιποίηση και την φροντίδα της καλής οικοδέσποινας αμελώντας την μητρική μας γλώσσα. Η Φιλοξενία όμως κυλάει στο αίμα μας, δεν χρειαζόμαστε πτυχία για να την παρέχουμε. Και πόσα να μάθεις για αυτήν την «Φιλοξενία» εκτός ότι είναι ένα σύνολο παροχών εκδούλευσης και τρόποι ευγενείας, λέξεις κι εκφράσεις-κλειδιά σε άριστη προφορά και καλή μετάφραση;  Πώς να μεταφράσεις αυτήν την λέξη που δεν μεταφράζεται, παρά μόνο με νοήματα κωφών και στάση υπηρέτη;

Οι καλοκαιρινές διακοπές θρηνούν το μεγαλείο της ξεγνοιασιάς τους. Είμαστε όμηροι της συστηματοποίησης των πάντων, ακόμη και των συναισθημάτων, της αναμονής για το επίδομα κοινωνικού τουρισμού, για ένα καράβι δρόμο. Όταν κι εσύ θελήσεις να κάνεις διακοπές και μάλιστα σε ξένη χώρα, για να το επιτύχεις, θα πρέπει να ανήκεις στην εύπορη κοινωνική τάξη και να έχεις δουλέψει «σκληρά» όλον τον χρόνο.

 Θα παραμένουμε μια τουριστική χώρα, θα σερβίρουμε και θα μαγειρεύουμε όπως η γιαγιά που δεν γνωρίσαμε, θα χαμογελάμε, θα μιλάμε σιγά, όσο οι εργάτες θα καλουπώνουν σκαλωσιές και «θα γίνονται θηρία στα γιαπιά» (όπως λέει το τραγούδι). Όταν κάποια στιγμή θα γυρέψουμε το «εξοχικό» μας, το σπίτι της θείας ή του παππού, όταν ψάξουμε να βρούμε εκείνο το Καλοκαίρι με την κομμένη σαγιονάρα, το αγκίστρι που κόλλησε στην απόχη και το λιωμένο παγωτό, θα είμαστε με κομμένη την ανάσα έξω από την πόρτα του πατρικού μας που δεν κατοικούμε πια. Κάπου κάπου, επιστρέφοντας, θα μας γίνεται ολοένα πιο ξένο, βλέποντας κάποιον άλλο να ξεκλειδώνει τις αναμνήσεις μας χωρίς την άδειά μας.


{Δημοσιεύτηκε στο argolidasnews.gr την ημέρα της εξόδιου ακολουθίας της θείας μου.

αφιερωμένο}

Πέμπτη 12 Ιουνίου 2025

Ο λογοτέχνης της πλατείας

 


Προτομή Άγγελου Τερζάκη, πλατεία Άγγελου Τερζάκη

Θα σας μιλήσω για τον λογοτέχνη της πλατείας, τον Άγγελο Τερζάκη.

Η προτομή του μας συντροφεύει απόψε.

Γεννήθηκε στις αρχές του 20ου αι. στο Ανάπλι, όταν ακόμα υπήρχαν τείχη.

Ανδρώνεται στο Μεσοπόλεμο, εποχή αβεβαιότητας, οικονομικού μαρασμού και θλίψης, κοινωνικής εξαθλίωσης, με το βάρος της ύπαρξης να δυναστεύει το μυαλό.

Η γενιά του ‘20 τον επηρεάζει.

Τον κερδίζει η Αθήνα.

Η επαρχία θα παραμένει νοσταλγική, γλυκιά ανάμνηση και πεδίο έμπνευσης.

Ο λόγος τον συνεπαίρνει και ο μύθος δεν τον αφήνει.

Η επιστήμη δεν τον γοητεύει.

Τάσσεται ισοβίως στην Συγγραφική τέχνη.

Ταλαντούχος και προικισμένος με τα ιδανικά της αρχαίας Ελλάδας, του Βυζαντίου, του Ανεξάρτητου Έθνους, με ιστορικές, κοινωνιολογικές ανησυχίες, γράφει στοχαστικά ως δοκιμιογράφος και πεζογράφος.

Ανήκει στη Γενιά του ‘30, ωστόσο δεν αποτελεί γνήσιο εκπρόσωπο του υπερρεαλισμού.

Ο Τερζάκης γράφει με ένα μοναδικό ύφος γραφής.

 Είναι η εποχή βέβαια που ζητά να υποτάξει τη λογική, η Ανθρωπότητα θέλει να βγει από τα χαρακώματα και η υπέρβαση δικαιολογείται.

“Η ζωή εν Τάφω” γυρεύει άφθονη φαντασία και υπέρβαση στη σκέψη για να δικαιολογήσει την ανοησία του πολέμου και η Τέχνη έρχεται συνήθως να ημερέψει τις ψυχές.

Ο Τερζάκης αναβιώνει την εποχή του Βυζαντίου στον Αυτοκράτορα Μιχαήλ, την Φραγκοκρατία στην Πριγκιπέσσα Ιζαμπώ, αναπολεί τον εφηβικό έρωτα στο Ταξίδι με τον Έσπερο.

Αρθρογραφεί συνεχώς σε εφημερίδες και διευθύνει το περιοδικό ΕΠΟΧΕΣ.

Διατυπώνει φιλοσοφικές αναζητήσεις, εκδίδει δοκίμια, γράφει μεταξύ άλλων θεατρικά έργα.

Το θέατρο αγαπούσε, όπως την Γυναίκα-Μούσα του.

Θα διακριθεί με βραβεία, αλλά θα παραμένει πάντα, ο άνθρωπος που παίζει στον γιο του κουκλοθέατρο.

Γιατί αν ο μαγικός κόσμος της Τέχνης είναι σαν παιδικό όνειρο, “Τέχνη είναι ν’αγαπάς”.


Το παραπάνω κείμενο εκφωνήθηκε στην εκδήλωση της ΕΣΛΑ Αργολίδας που πραγματοποιήθηκε στις 31 Μαϊου 2025 στην πλατεία Αγίου Σπυρίδωνα στην πόλη του ιστορικού Ναυπλίου.

Παρασκευή 7 Μαρτίου 2025

Μια πόλη μαγική (οδηγός θύμησης μιας πόλης)

Δημοσιεύτηκε στο www.culturepoint.gr 

Δεκάδες στοιχισμένα τραπεζοκαθίσματα καταλαμβάνουν τη μεγάλη πλατεία, τον περιφρουρημένο λιμώνα των café στην πόλη αυτής της επαρχίας. Ένα σύνταγμα από αγνώστους κάθε φορά στρατιώτες της εξόδου, οικογένειες και νιόπαντρα ζευγάρια μπαινοβγαίνουν στα χαρακώματα των εντυπώσεων και οι διαψεύσεις στις παρέες φίλων γίνονται πισώπλατα μαχαιρώματα. Ευτυχισμένες ημέρες πλευροκοπούν αναπάντεχα περιστατικά. Αναμοχλεύονται ειδήσεις από στόμα σε στόμα. Τα δακτυλικά αποτυπώματα στον κατάλογο προδίδουν λεκέδες και ενόχους, η μεταμέλεια θα έρθει με το νάμα της Κυριακάτικης λειτουργίας.

Τα πρωινά στην πόλη τριποδίζουν συμπαθητικοί συνταξιούχοι, παππούδες και γιαγιάδες με εγγόνια στα καρότσια, αργόσχολοι και άνεργοι, πληρώνουν λογαριασμούς σε υπηρεσίες εκτίοντας την ποινή τους στο προαύλιο. Παιδαγωγοί-τσιλιαδόροι σέρνουν το άρμα της εκπαιδευτικής αριστείας στις παρελάσεις. Στους ίδιους δρόμους, αιρετοί πολιτικοί αντίζηλοι μοιράζουν χαμόγελα Joker, περπατούν πλάι πλάι με βιαστικούς δημόσιους υπαλλήλους, τραπεζικούς, όλοι τους μιλούν με επίσημο ύφος στο κινητό τους, θα σερβιριστούν καφέ στον πάγο, «διπλό, με δυο καστανές, κάντο δυνατό σήμερα». 

Καταστηματάρχες νοσταλγούν τα λιμάνια που δεν έφτασαν ποτέ.

Τοπικές αγγελίες-κηδειόσημα σε διάπυρους τείχους ομονοούν: η πολιτική οικονομία έπεσε θύμα πειρατείας στον κόλπο του Άντεν.

 Αναζητούνται δούλες να καθαρίζουν σπίτια, εργάτες σε συσκευαστήριο, φεουδάρχες ψάχνουν για κτήματα, το καινούργιο ξενοδοχείο θέλει καμαριέρα, σερβιτόρο, υπάλληλο υποδοχής … Κυρία για φροντίδα ηλικιωμένης. Στη διπλανή γκαρσονιέρα άφησαν μια γιαγιά. Το σπίτι είναι κοντά στη θάλασσα. Θα έρχονται τα καλοκαίρια, της είπαν, να κάνουν μπάνια. Μισθός αδιαπραγμάτευτος. «Ακόμη να φανούν» και έχουν περάσει δύο μήνες. Ευτυχώς, αλλάζουν γρήγορα οι εποχές.

katerina grammatikou


Στα ξενοδοχεία πόλης βρίσκεις στρωμένα κρεβάτια με κλιβανισμένα σεντόνια για τα κακομεταχειρισμένα στρώματα-σώματα επισκεπτών Σαββατοκύριακου. Σώματα-δολώματα θα νοτιστούν εμπρός σε χάρτινους καθρέπτες, φαί στο πλαστικό, καφές στο δρόμο. Θα παίξουν από συλλογικής μνήμης το ρόλο τους εντός δωματίου. Το πληρωμένο θέαμα δίνεται λίγο παρακάτω, από επαγγελματία θίασο, ειδικευμένο να ξυπνά απωθημένα του φιλοθεάμονος κοινού. «Το κλειδί το αφήνετε φεύγοντας στη ρεσεψιόν».

Τα λιγοστά αγέραστα καφενεία-εκκλησίες με διακόνους να υπηρετούν μέχρι και σήμερα το αγαστό λειτούργημα, προσφέρουν θεία κοινωνία, κρατούν αναμμένη την χόβολη και την τσαλακωμένη κολιτσίνα. Δυναμώνουν το τηγάνι όταν έρχονται πεινασμένοι τουρίστες-συλλέκτες εμπειριών, θέλουν πριν φύγουν για τα μέρη τους να γευτούν τον meze με το ouzo. Μαζί τους οι νεότερες γενιές αναπαλαιώνουν μνήμες στο μιλητό.

Πολύ κοντά στην πόλη ξεκινούν τα περιβόλια και ο κάμπος, η ύπαιθρος. Δεν ξαφνιάζει κανέναν πια που τα χωριά μυρίζουν φυτοφάρμακα· τουρμπίνες τραμπαλίζονται στους αγροτικούς δρόμους, την ομίχλη από ραντισμούς πυκνώνει το πυρηνελαιουργείο και η δυσοσμία των χυμοποιείων, τα ξεβράσματα του βιολογικού, η ατμόσφαιρα είναι που … έχει χαλάσει.

Στις αυλές  των σπιτιών προσφέρονται εναλλακτικά αξιοθέατα από αποϊδρυματοποιημένους ψυχασθενείς που μαστορεύουν καθημερινά τον σταυρό τους. Αν τους ακολουθήσετε, θα τους δείτε να τον μεταφέρουν σαν αποτρελαμένοι Ζαρατούστρα τον ακροβάτη τους, ψάχνοντας τόπο να τον στυλώσουν.


Παντού υπάρχουν συστάδες εργαζομένων, δάση πυκνώνουν την πεδιάδα της Ευημερίας. Προτιμούνται οι εποχιακοί εργαζόμενοι να μιλούν ξένες γλώσσες. Το απολυτήριο Λυκείου δεν είναι απαραίτητο αν και υποδουλώνονται άφθονοι υποψήφιοι προκειμένου να τελειώσουν το διδακτορικό τους.

Στο πάρκινγκ ακριβά αυτοκίνητα εμπόρων δεινοσαύρων, εξαγωγέων νωπών προϊόντων, κτηματομεσίτες στη λαϊκή αγορά ψωνίζουν χωραφάκια σε λόγγους. «Εύκολα πωλούνται», τους εφησυχάζουν. Μαζί με το κτήμα θα πάρουν και τους κολίγους, σημαντική υποσημείωση αυτή.

Στην πόλη δεν υπάρχει τρομοκρατία, η βία είναι τυχαίο γεγονός, οι έφηβοι διακινούν λίγα γραμμάρια μαλθακότητας και ανταλλάσσουν επικοινωνία μέσω της οθόνης. Η ασφάλεια πουλάει τον τελευταίο καιρό.

Είναι μια φιλήσυχη πόλη, οι άντρες βγαίνουν για μπάλα με το σινάφι και με δυο τρία «τζόνι» γυρίζουν σπίτι αλλιώτικοι. Υποφέρονται όμως, γιατί και οι γυναίκες μετά τις σειρές έχουν πράξει την τελευταία σκηνή πάθους σε δυνητική πραγματικότητα και νιώθουν επαρκείς. Σπουδαία υπόθεση η συνδρομητική τηλεόραση! Για πολλούς οι επιθυμίες και τα όνειρα μπαίνουν συχνά στις ταξιδιωτικές βαλίτσες. Ξεχνιούνται όμως κατά την αναχώρηση.

Μην σας ενοχλεί η κοσμοπλημύρα και τα πανηγύρια που διοργανώνονται κατά καιρούς, η οχλοβοή κάπου σταματά. Όσο οι επισκέπτες μεγαλώνουν τις όμορφες πόλεις, οι ντόπιοι εξαντλούνται, γίνονται παρίες, καταλήγουν νομάδες αναζητώντας καινούργιες προσφυγικές κατοικίες στην ίδια τους τη χώρα.

Μια αληθινή πόλη σε προσφορά. Πληροφορίες μπορείτε να βρείτε εντός, γωνία Ναυάρχων και Πραξιτέλους.

Πέμπτη 23 Ιανουαρίου 2025

Ο βάλτος μας

 

Διήγημα: “Ο βάλτος μας”

Της Κατερίνας Γραμματικού //

 αναδημοσίευση απο το www.fractalart.gr 

 



 

 

 

Ο βάλτος μας

 

– Φύγε από κει! Είναι μολυσμένα! Και μην περπατάς ξυπόλητη.

– Θέλω να βουτήξω.

– Καλά, αστειεύεσαι! Το λιγότερο που μπορείς να φύγεις είναι σαν ερυθρόδερμος. Δεν κάνουμε μπάνιο πια εδώ.

– Κοίτα γύρω σου, μου λες. Τι είναι όλοι αυτοί; Δεν ξέρουν γιατί σκεπάζονται με άμμο και φύκια; Αφού το έχουν πει γιατροί ότι κάνουν καλό.

– Τα καθαρά φύκια, όχι τα γλιστερά, με τοξικά κατάλοιπα πάνω τους. Κοίταξα παρόλα αυτά τους νεκρούς που ήταν θαμμένοι στην ακτή και ένας υποδόριος φόβος μου προκάλεσε φαγούρα.

Η παραλία μας με τον καιρό θα ονομαζόταν Ιαματική. Αν και οι άμπωτες και οι παλίρροιες μάζευαν κι έβγαζαν σκουπίδια στην βαλτώδη ακτή, τα φύκια αναβαθμίζονταν ως θεραπευτικό είδος για τον άνθρωπο, σε μια θάλασσα που άλλαζε συνεχώς χρώμα, γινόταν πιο πράσινη.

– Θυμάσαι που φοβόμουν τα βρύα; Άσε τα φύκια!

– Μάθε ότι έχουν γίνει γαστρονομική συνήθεια τελευταία κι αυτά, ναι, ναι, τα χορταράκια που πάταγα με τα πόδια μου και μου έλεγες “είναι καθαρά σ’ αυτό το σημείο, μη φοβάσαι”. Ολόκληρα λιβάδια γαργαλούσαν το σώμα μου, θολώνοντας τα νερά, όσο κι αν εγώ ήθελα να βλέπω το βυθό.

Η παλιά μας ακτή μητέρα, τα καλοκαιρινά μπάνια στη δική μας παραλία, όταν άλλοι συμμαθητές από τα ορεινά χωριά, έπρεπε να διασχίσουν βουνά και κάμπους μέχρι να έρθουν στη λίμνη. Έτσι την αποκαλούσαν πολλοί. Γιατί ήταν ήσυχη τον περισσότερο καιρό. Κύματα βουνά δεν γνώριζε η θάλασσά μας. Ερχόταν και για έναν άλλο λόγο ο κόσμος. Ήταν ρηχή, περπατούσες μέτρα μέχρι να φτάσει το νερό στον αφαλό και να κολυμπήσεις στα βαθιά.

Εσύ όμως δεν θα μπεις, ούτε αυτή τη φορά. Γιατί το κολύμπι που ήξερες, το ξέμαθες και γιατί έχει πάψει να είναι η θάλασσά Μας. Ο βάλτος κάθε μέρα χειροτερεύει. Κρατάει όμως σταθερά κάτι γηραιούς πελάτες, τουριστικά πουλιά και όλους εκείνους που παλεύουν τη μοναξιά με τους ήχους του νερού.

– Μην βάζεις τα πόδια σου!

Τα φύκια που πάτησα πέρσι το καλοκαίρι, αναζητώντας ίαση στις αναμνήσεις μου, με έστειλαν στο φαρμακείο για κορτιζόνη. Δεν πρέπει να επιθυμείς να αγγίξεις αχαρτογράφητα νερά της παιδικής σου μνήμης;

Τη σιωπή του κόλπου ταράσσουν φτεροκοπήματα και κρωξίματα πουλιών, θόρυβοι από βοθρατζίδικα που αδειάζουν κρυφά στη θάλασσα και μπάζα που πετιούνται από αγνώστους στην ακτή. Ανάμεσά τους υπάρχουν και οι απόκοσμοι, κάτι τύποι που σταλιάζουν για ώρες στο νερό ψάχνοντας για δολώματα, και οι άλλοι. Εκείνοι που έρχονται -γιατί δεν θέλουν να ξέρουν- και ψαρεύουν δίπλα σε φλαμίνγκο, βουτηχτάρια, νερόκοτες, τσικνιάδες, γερακίνες και χαλκόκοτες, ερωδιούς και αγριόπαπιες, κάτω από σμήνη με ψαρόνια και γλάρους. Τουλάχιστον τα πουλιά ξέρουν που θέλουν να πάνε, λες.

Ο βιολογικός σταθμός, χύνει αδιάκοπα καυτό «καθαρό» νερό στον κόλπο και η μυρωδιά από τα πυρηνελαιουργεία ξαπλώνει στην ομίχλη, μπαίνει απρόσκλητα στα σπίτια, στρογγυλοκάθεται με πλήρη ελευθεριότητα, σερβίροντας συμπαγή καπνό, τόσο πυκνό που κόβεται με μαχαίρι μες στην υγρασία. Τρώμε όλοι απ’ αυτό.

Κομμάτι αιγιαλού σχηματίστηκε για να ξεδιψάει και να ταΐζει ξενικά πουλιά· ο τόπος ετούτος ζωντανεύει στο περάσμά τους, κτυπά άλλος ρυθμός στην καρδιά της προστατευόμενης περιοχής. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι στις βόλτες τους, οι περαστικοί, απαγορεύεται να ρυπαίνουν. Σκουπίδια κάθε λογής πλάι στο σύμπαν των οστράκων, κελύφη από φυσίγγια, αναπτήρες, πλαστικά μπουκάλια, αποτσίγαρα, σακούλες, προφυλακτικά και ό,τι άλλο φανταστείς, προσφέρονται προς αλίευση κατά μήκος της ακτής.

– Ήρθαν τα πουλιά; με ρώτησες τελευταία. Ήταν Σεπτέμβρης.

– Όπου να’ ναι, σου απαντώ.

Θυμάσαι με ένστικτο ραβδοσκόπου, ο βάλτος έγινε τώρα κομμάτι μυαλού σου.

– Καλά που έρχονται κι αυτά και δεν ερημώνει ο τόπος.

Σπάνιο είδος τα αποδημητικά, ξέρουν όμως να επιστρέφουν. Έρχονται συχνά.

Αντίκρυ στο βάλτο μας, τα μακρύλαιμα νησάκια που διακρίνονται, δεν ανήκαν ποτέ στα κοντά μας όνειρα. Εμείς δυό ρόδες είχαμε και μια πετσέτα χρειαζόμασταν. Εντάξει, δεν υπήρχε τόσο πλαστικό για να δηλώνεις την παρουσία σου παντού. (Επιμένω! Τα τσόφλια τα μάζευες πάντα). Δεν είχαμε άλλωστε ΙΧ να ξεμακραίνουμε σε άλλες παραλίες με τουρίστες, ομπρέλες και ουζάκια πάνω στα τραπέζια. « Η Θάλασσά μας» λέγαμε και μας αρκούσε να παραθερίζουμε στο χωριό, τη μόνιμη κατοικία μας, χωρίς βέβαια να συνηθίσουμε την μυρωδιά του βάλτου. Δεν στερηθήκαμε νομίζω την αίσθηση ότι ανήκουμε σε αυτό το μέρος. Είχαμε και την ησυχία μας.

Προσπερνάω τα μπάζα και τις σωλήνες. Για χρόνια τα βλέπω στο ίδιο σημείο – κάποιο μεγάλο έργο θα γίνει εδώ. Σκύβω στα μικρά λουλουδάκια. Χωμένα ανάμεσα σε άγρια βλάστηση, βούρλα και σκίνα, πουρνάρια και σφένδαμα, θημωνιές και άφθονοι καλαμιώνες, τα μόνα ιστία πριν τα ναυάγια αποκαλυφθούν σε αυτό το χερσαίο οικοσύστημα. Αν βουλιάξω στο τέλμα θα σωθώ.

Πρόχειρη χαβούζα ήταν της περιοχής ο βάλτος μας, για δεκαετίες, αλλά και κοντινό βοσκοτόπι για πρόβατα και αγελάδες, κρυψώνα πουλιών με φωλιές. Τελευταία άλλαξαν πολλά και δια νόμου. Συνεχίζουν όμως να σταθμεύουν τροχόσπιτα ή να κάνουν αερομοντελισμό πάνω από τα κοπάδια πουλιών, οδοστρωτήρες να στρώνουν την άμμο(!) εξαφανίζοντας φωλιές και αυτοκίνητα κινούνται ελευθέρας, προς πάσα κατεύθυνση, προκαλώντας αναστάτωση στη ζωή του βιότοπου.

Ο τελευταίος κυνηγός πλήρωσε με την εξαφάνισή του από την περιοχή για τις άγριες πάπιες που βρήκαν μαδημένες στην πόρτα του. Συστάσεις, υποδείξεις να απομακρυνθεί από το συγκεκριμένο σημείο, θα πρέπει να του έγιναν. Δεν μπόρεσε να πείσει κανέναν ότι την παράγκα του, μια έρημη ψαροκαλύβα, την είχε στεριώσει στη δική του Μπουβίλ* με τον γνωστό σε πολλούς τρόπο, χωρίς να βλάπτει κανέναν και το κυνήγι, ήξερε πως δεν απαγορεύεται. Όχι όμως εκεί! Ενόχλησε τις Αρχές η παρουσία του, γιατί εκτός ότι βρισκόταν πλέον εντός οριοθετημένης ζώνης του υδροβιότοπου, λειτουργούσε αυθαίρετα πρόχειρο μαγειρείο, προσφέροντας σε κατατρεγμένα ζευγαράκια, ψάρι κυρίως και κυνήγι.

Η παράγκα, για χρόνια αποτελούσε σημαδούρα. Χώριζε την παραλία για μπάνιο από το βούρκο του σημερινού υδροβιότοπου.

 

*Μπουβίλ (Bouville, επινοημένη πόλη με συμβολικές έννοιες: Πόλη των βοδιών(ville des boeufs), της λάσπης (ville la boue), του τέλους (ville du bout), στο βιβλίο Ναυτία, του Ζ.Π. Σάρτ, εκδ. Πατάκη).

Δευτέρα 18 Νοεμβρίου 2024

το ταξίδι ενός ποταμού

  Ερασίνος ποταμός, Νέα Κίος Άργους/ Katerina Grammatikou Ερασινή η θελκτική πόλη του Ομήρου. Ένας ποταμός αναβρύζει από την πεδιάδα του Κ...