αλληγορική ιστορία με αφορμή το διαγωνισμό φωτογραφίας και μικροδιηγήματος του ΦΟΥΓΑΡΟΥ στο διάστημα της Καραντίνας 2020 βραβεύτηκαν - με τη λήξη της - φωτογραφίες και κείμενα . Μεταξύ αυτών ήταν και το μικρό Σκουόνκ που πήρε το 2ο βραβείο


To τρομαχτικό υπέροχο Σκουόνκ


Κατερίνα  Γραμματικού


Όταν η ζωή και η ομορφιά μιλά με παραβολές, ένα παράξενο ζώο, το Σκουόνκ έχει μια δική του ιστορία να πει.
Τριγυρνάει στα δάση της Αμερικής, στις τσούγκες του Καναδά. Εκεί ζουν απομονωμένα πολλά μυθικά τέρατα, παρέα με μεγάλα θηλαστικά, λύγκες και τόσα άλλα ανήμερα ζώα.
Το συγκεκριμένο ζωάκι όπου πηγαίνει κλαίει κι ολοένα δάκρυα χύνει. Όσο τρέχει κλαίει και κρύβεται από την ντροπή που νοιώθει, αφού έχει ένα πετσί σε άθλια κατάσταση, γεμάτο εξογκωμένες βούλες και φακίδες. Αν το ακούσει άνθρωπος να κλαίει, θα είναι σίγουρα κυνηγός. Έχει βάλει σημάδι το πετσί του, γιατί είναι σπάνιο και αν το πουλήσει ως θήραμα έχει μεγάλη αξία.
Όσο το κυνηγούν αυτό καταφέρνει και διαφεύγει. Καλούν γι’ αυτόν τον λόγο κι άλλους κυνηγούς, μήπως μπορέσουν και το πιάσουν.
Μέχρι που κάποια μέρα, το απελπισμένο, το δυστυχισμένο και αποκρουστικό ζωάκι, τρέχοντας να κρυφτεί και χύνοντας δάκρυα πίσω του,  το ακολουθούν οι κυνηγοί και τα κλάματά του τους οδηγούν σε μια τρύπα. Εκεί που κρυβόταν το Σκουόνκ. Αμέσως το ξετρυπώνουν και το ρίχνουν σε ένα τσουβάλι μέσα.
Έτσι έπιασαν ένα από τα σπάνια Σκουόνκ, ακολουθώντας τα δάκρυά του.
Στο δρόμο, όσο οι λαθροκυνηγοί αφηγούνταν ευφάνταστες ιστορίες για κυνήγια, το Σκουόνκ δεν σταμάτησε να κλαίει. Έκλαιγε ασταμάτητα, γοερά, ποτάμια κλάματος ξεχείλιζαν, τόσο που «έπνιξαν» κάθε ελπίδα σωτηρίας. Τα δάκρυά του ήταν που έφεραν βροχή, πλημμύρισαν οι κάμποι και χείμαρροι ορμητικοί κατέβαιναν από τα βουνά που φούσκωσαν τις θάλασσες και τότε οι κυνηγοί πήραν την απόφαση να σκοτώσουν όλα τα Σκουόνκ που υπήρχαν έτσι ώστε να αλαφρώσει η φύση. Τότε είδαν πως ξαφνικά δεν έφερνε πια βροχή, αφού νερό δεν είχαν οι θάλασσες και τα ποτάμια είχαν στερέψει.   
Θα πρέπει στ’ αλήθεια να αναρωτήθηκε το ζωάκι αν αυτό που είχε πάνω στο δέρμα του ήταν το χειρότερο πράγμα στον κόσμο και το πήρε πάλι το παράπονο.
Φτάνοντας κάποια στιγμή στον προορισμό τους οι κυνηγοί, άνοιξε το σάκο ένας για να το ελευθερώσει και κοίταξε μέσα. Δεν υπήρχε τίποτα για σώμα, μόνο αφρούς και δάκρυα βρήκε.
«Έλιωσε από τα δάκρυα», είπε ο κυνηγός του Σκουόνκ.


Παραλλαγή ενός μύθου του Ουίλιαμ Τ. Κοξ, από τα «Τρομαχτικά πλάσματα των δασών, καθώς και λίγα θηρία των ορέων και των ερήμων», όπως αναφέρεται στο βιβλίο του Χόρχε Λουίς Μπόρχες, εκδ. Πατάκη, 2016, «Το βιβλίο των φανταστικών όντων».


Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Άργος: Μια πόλη κάποτε, σήμερα

Η στοά του Ναυπλίου