
Οι Μετανάστες Ψυχές (ή ένα γράμμα στην άμοιρη θεία) ΟΛΟΙ ΤΟΝ ΛΕΝΕ ΞΕΝΟ Γυρίζει γυμνός , μόνος, φορώντας παπούτσια με λάστιχα από ζεμπίλι για σόλες . Ξένος στους ξένους , μισολιπόθυμος , ασθενικός , οι αλμυρές σταγόνες ιδρώτα ξεγελούν τη δίψα του . Μια πατουλιά γυρεύει να σταθεί , να λημεριάσει , μα « όταν μοίραζαν πατρίδες αυτός έλειπε για αλλού κι έτσι δεν πρόλαβε αφού δεν άφησαν τίποτα γι’ αυτόν , τίποτα δεν περίσσεψε. Κι έτσι τώρα λίγο απ΄ τον ήλιο σου ψάχνει να δει , να αγναντέψει έστω αρκείται και στο σκοτάδι μέσα μπορεί να παλέψει στην άβυσσο των ονείρων σου αρκεί να βρεθεί από μια χαμένη πατρίδα σε μια χαμένη ζωή.. Τίποτα δεν του ανήκε , τίποτα δεν του ανήκει , κανείς δεν του χάρισε κάτι , δεν του χαρίστηκε κανείς, λαθραίος , έγινε , φυγάς …….. ΄Ολοι τον λένε ΞΕΝΟ μήπως γιατί δεν είναι ΙΔΙΟΣ με τους άλλους , δεν ομοιάζει με αυτούς αρκετά , μην είναι τα σχιστά του μάτια , το μελαμψό χρώμα του δέρματός του , τα ρούχα του εκείνα τα διαφορετικά ;;..τι είναι αυτά που τον κάνουν ξέν...