Παρασκευή 7 Μαρτίου 2025

Μια πόλη μαγική (οδηγός θύμησης μιας πόλης)

Δημοσιεύτηκε στο www.culturepoint.gr 

Δεκάδες στοιχισμένα τραπεζοκαθίσματα καταλαμβάνουν τη μεγάλη πλατεία, τον περιφρουρημένο λιμώνα των café στην πόλη αυτής της επαρχίας. Ένα σύνταγμα από αγνώστους κάθε φορά στρατιώτες της εξόδου, οικογένειες και νιόπαντρα ζευγάρια μπαινοβγαίνουν στα χαρακώματα των εντυπώσεων και οι διαψεύσεις στις παρέες φίλων γίνονται πισόπλατα μαχαιρώματα. Ευτυχισμένες ημέρες πλευροκοπούν αναπάντεχα περιστατικά. Αναμοχλεύονται ειδήσεις από στόμα σε στόμα. Τα δακτυλικά αποτυπώματα στον κατάλογο προδίδουν λεκέδες και ενόχους, η μεταμέλεια θα έρθει με το νάμα της Κυριακάτικης λειτουργίας.

Τα πρωινά στην πόλη τριποδίζουν συμπαθητικοί συνταξιούχοι, παππούδες και γιαγιάδες με εγγόνια στα καρότσια, αργόσχολοι και άνεργοι, πληρώνουν λογαριασμούς σε υπηρεσίες εκτίοντας την ποινή τους στο προαύλιο. Παιδαγωγοί-τσιλιαδόροι σέρνουν το άρμα της εκπαιδευτικής αριστείας στις παρελάσεις. Στους ίδιους δρόμους, αιρετοί πολιτικοί αντίζηλοι μοιράζουν χαμόγελα Joker, περπατούν πλάι πλάι με βιαστικούς δημόσιους υπαλλήλους, τραπεζικούς, όλοι τους μιλούν με επίσημο ύφος στο κινητό τους, θα σερβιριστούν καφέ στον πάγο, «διπλό, με δυο καστανές, κάντο δυνατό σήμερα». 

Καταστηματάρχες νοσταλγούν τα λιμάνια που δεν έφτασαν ποτέ.

Τοπικές αγγελίες-κηδειόσημα σε διάπυρους τείχους ομονοούν: η πολιτική οικονομία έπεσε θύμα πειρατείας στον κόλπο του Άντεν.

 Αναζητούνται δούλες να καθαρίζουν σπίτια, εργάτες σε συσκευαστήριο, φεουδάρχες ψάχνουν για κτήματα, το καινούργιο ξενοδοχείο θέλει καμαριέρα, σερβιτόρο, υπάλληλο υποδοχής … Κυρία για φροντίδα ηλικιωμένης. Στη διπλανή γκαρσονιέρα άφησαν μια γιαγιά. Το σπίτι είναι κοντά στη θάλασσα. Θα έρχονται τα καλοκαίρια, της είπαν, να κάνουν μπάνια. Μισθός αδιαπραγμάτευτος. «Ακόμη να φανούν» και έχουν περάσει δύο μήνες. Ευτυχώς, αλλάζουν γρήγορα οι εποχές.

katerina grammatikou


Στα ξενοδοχεία πόλης βρίσκεις στρωμένα κρεβάτια με κλιβανισμένα σεντόνια για τα κακομεταχειρισμένα στρώματα-σώματα επισκεπτών Σαββατοκύριακου. Σώματα-δολώματα θα νοτιστούν εμπρός σε χάρτινους καθρέπτες, φαί στο πλαστικό, καφές στο δρόμο. Θα παίξουν από συλλογικής μνήμης το ρόλο τους εντός δωματίου. Το πληρωμένο θέαμα δίνεται λίγο παρακάτω, από επαγγελματία θίασο, ειδικευμένο να ξυπνά απωθημένα του φιλοθεάμονος κοινού. «Το κλειδί το αφήνετε φεύγοντας στη ρεσεψιόν».

Τα λιγοστά αγέραστα καφενεία-εκκλησίες με διακόνους να υπηρετούν μέχρι και σήμερα το αγαστό λειτούργημα, προσφέρουν θεία κοινωνία, κρατούν αναμμένη την χόβολη και την τσαλακωμένη κολιτσίνα. Δυναμώνουν το τηγάνι όταν έρχονται πεινασμένοι τουρίστες-συλλέκτες εμπειριών, θέλουν πριν φύγουν για τα μέρη τους να γευτούν τον meze με το ouzo. Μαζί τους οι νεότερες γενιές αναπαλαιώνουν μνήμες στο μιλητό.

Πολύ κοντά στην πόλη ξεκινούν τα περιβόλια και ο κάμπος, η ύπαιθρος. Δεν ξαφνιάζει κανέναν πια που τα χωριά μυρίζουν φυτοφάρμακα· τουρμπίνες τραμπαλίζονται στους αγροτικούς δρόμους, την ομίχλη από ραντισμούς πυκνώνει το πυρηνελαιουργείο και η δυσοσμία των χυμοποιείων, τα ξεβράσματα του βιολογικού, η ατμόσφαιρα είναι που … έχει χαλάσει.

Στις αυλές  των σπιτιών προσφέρονται εναλλακτικά αξιοθέατα από αποϊδρυματοποιημένους ψυχασθενείς που μαστορεύουν καθημερινά τον σταυρό τους. Αν τους ακολουθήσετε, θα τους δείτε να τον μεταφέρουν σαν αποτρελαμένοι Ζαρατούστρα τον ακροβάτη τους, ψάχνοντας τόπο να τον στυλώσουν.


Παντού υπάρχουν συστάδες εργαζομένων, δάση πυκνώνουν την πεδιάδα της Ευημερίας. Προτιμούνται οι εποχιακοί εργαζόμενοι να μιλούν ξένες γλώσσες. Το απολυτήριο Λυκείου δεν είναι απαραίτητο αν και υποδουλώνονται άφθονοι υποψήφιοι προκειμένου να τελειώσουν το διδακτορικό τους.

Στο πάρκινγκ ακριβά αυτοκίνητα εμπόρων δεινοσαύρων, εξαγωγέων νωπών προϊόντων, κτηματομεσίτες στη λαϊκή αγορά ψωνίζουν χωραφάκια σε λόγγους. «Εύκολα πωλούνται», τους εφησυχάζουν. Μαζί με το κτήμα θα πάρουν και τους κολίγους, σημαντική υποσημείωση αυτή.

Στην πόλη δεν υπάρχει τρομοκρατία, η βία είναι τυχαίο γεγονός, οι έφηβοι διακινούν λίγα γραμμάρια μαλθακότητας και ανταλλάσουν επικοινωνία μέσω της οθόνης. Η ασφάλεια πουλάει τον τελευταίο καιρό.

Είναι μια φιλήσυχη πόλη, οι άντρες βγαίνουν για μπάλα με το σινάφι και με δυο τρία «τζόνι» γυρίζουν σπίτι αλλιώτικοι. Υποφέρονται όμως, γιατί και οι γυναίκες μετά τις σειρές έχουν πράξει την τελευταία σκηνή πάθους σε δυνητική πραγματικότητα και νιώθουν επαρκείς. Σπουδαία υπόθεση η συνδρομητική τηλεόραση! Για πολλούς οι επιθυμίες και τα όνειρα μπαίνουν συχνά στις ταξιδιωτικές βαλίτσες. Ξεχνιούνται όμως κατά την αναχώρηση.

Μην σας ενοχλεί η κοσμοπλημύρα και τα πανηγύρια που διοργανώνονται κατά καιρούς, η οχλοβοή κάπου σταματά. Όσο οι επισκέπτες μεγαλώνουν τις όμορφες πόλεις, οι ντόπιοι εξαντλούνται, γίνονται παρίες, καταλήγουν νομάδες αναζητώντας καινούργιες προσφυγικές κατοικίες στην ίδια τους τη χώρα.

Μια αληθινή πόλη σε προσφορά. Πληροφορίες μπορείτε να βρείτε εντός, γωνία Ναυάρχων και Πραξιτέλους.

Πέμπτη 23 Ιανουαρίου 2025

Ο βάλτος μας

 

Διήγημα: “Ο βάλτος μας”

Της Κατερίνας Γραμματικού //

 αναδημοσίευση απο το www.fractalart.gr 

 


 

 

 

Ο βάλτος μας

 

– Φύγε από κει! Είναι μολυσμένα! Και μην περπατάς ξυπόλητη.

– Θέλω να βουτήξω.

– Καλά, αστειεύεσαι! Το λιγότερο που μπορείς να φύγεις είναι σαν ερυθρόδερμος. Δεν κάνουμε μπάνιο πια εδώ.

– Κοίτα γύρω σου, μου λες. Τι είναι όλοι αυτοί; Δεν ξέρουν γιατί σκεπάζονται με άμμο και φύκια; Αφού το έχουν πει γιατροί ότι κάνουν καλό.

– Τα καθαρά φύκια, όχι τα γλιστερά, με τοξικά κατάλοιπα πάνω τους. Κοίταξα παρόλα αυτά τους νεκρούς που ήταν θαμμένοι στην ακτή και ένας υποδόριος φόβος μου προκάλεσε φαγούρα.

Η παραλία μας με τον καιρό θα ονομαζόταν Ιαματική. Αν και οι άμπωτες και οι παλίρροιες μάζευαν κι έβγαζαν σκουπίδια στην βαλτώδη ακτή, τα φύκια αναβαθμίζονταν ως θεραπευτικό είδος για τον άνθρωπο, σε μια θάλασσα που άλλαζε συνεχώς χρώμα, γινόταν πιο πράσινη.

– Θυμάσαι που φοβόμουν τα βρύα; Άσε τα φύκια!

– Μάθε ότι έχουν γίνει γαστρονομική συνήθεια τελευταία κι αυτά, ναι, ναι, τα χορταράκια που πάταγα με τα πόδια μου και μου έλεγες “είναι καθαρά σ’ αυτό το σημείο, μη φοβάσαι”. Ολόκληρα λιβάδια γαργαλούσαν το σώμα μου, θολώνοντας τα νερά, όσο κι αν εγώ ήθελα να βλέπω το βυθό.

Η παλιά μας ακτή μητέρα, τα καλοκαιρινά μπάνια στη δική μας παραλία, όταν άλλοι συμμαθητές από τα ορεινά χωριά, έπρεπε να διασχίσουν βουνά και κάμπους μέχρι να έρθουν στη λίμνη. Έτσι την αποκαλούσαν πολλοί. Γιατί ήταν ήσυχη τον περισσότερο καιρό. Κύματα βουνά δεν γνώριζε η θάλασσά μας. Ερχόταν και για έναν άλλο λόγο ο κόσμος. Ήταν ρηχή, περπατούσες μέτρα μέχρι να φτάσει το νερό στον αφαλό και να κολυμπήσεις στα βαθιά.

Εσύ όμως δεν θα μπεις, ούτε αυτή τη φορά. Γιατί το κολύμπι που ήξερες, το ξέμαθες και γιατί έχει πάψει να είναι η θάλασσά Μας. Ο βάλτος κάθε μέρα χειροτερεύει. Κρατάει όμως σταθερά κάτι γηραιούς πελάτες, τουριστικά πουλιά και όλους εκείνους που παλεύουν τη μοναξιά με τους ήχους του νερού.

– Μην βάζεις τα πόδια σου!

Τα φύκια που πάτησα πέρσι το καλοκαίρι, αναζητώντας ίαση στις αναμνήσεις μου, με έστειλαν στο φαρμακείο για κορτιζόνη. Δεν πρέπει να επιθυμείς να αγγίξεις αχαρτογράφητα νερά της παιδικής σου μνήμης;

Τη σιωπή του κόλπου ταράσσουν φτεροκοπήματα και κρωξίματα πουλιών, θόρυβοι από βοθρατζίδικα που αδειάζουν κρυφά στη θάλασσα και μπάζα που πετιούνται από αγνώστους στην ακτή. Ανάμεσά τους υπάρχουν και οι απόκοσμοι, κάτι τύποι που σταλιάζουν για ώρες στο νερό ψάχνοντας για δολώματα, και οι άλλοι. Εκείνοι που έρχονται -γιατί δεν θέλουν να ξέρουν- και ψαρεύουν δίπλα σε φλαμίνγκο, βουτηχτάρια, νερόκοτες, τσικνιάδες, γερακίνες και χαλκόκοτες, ερωδιούς και αγριόπαπιες, κάτω από σμήνη με ψαρόνια και γλάρους. Τουλάχιστον τα πουλιά ξέρουν που θέλουν να πάνε, λες.

Ο βιολογικός σταθμός, χύνει αδιάκοπα καυτό «καθαρό» νερό στον κόλπο και η μυρωδιά από τα πυρηνελαιουργεία ξαπλώνει στην ομίχλη, μπαίνει απρόσκλητα στα σπίτια, στρογγυλοκάθεται με πλήρη ελευθεριότητα, σερβίροντας συμπαγή καπνό, τόσο πυκνό που κόβεται με μαχαίρι μες στην υγρασία. Τρώμε όλοι απ’ αυτό.

Κομμάτι αιγιαλού σχηματίστηκε για να ξεδιψάει και να ταΐζει ξενικά πουλιά· ο τόπος ετούτος ζωντανεύει στο περάσμά τους, κτυπά άλλος ρυθμός στην καρδιά της προστατευόμενης περιοχής. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι στις βόλτες τους, οι περαστικοί, απαγορεύεται να ρυπαίνουν. Σκουπίδια κάθε λογής πλάι στο σύμπαν των οστράκων, κελύφη από φυσίγγια, αναπτήρες, πλαστικά μπουκάλια, αποτσίγαρα, σακούλες, προφυλακτικά και ό,τι άλλο φανταστείς, προσφέρονται προς αλίευση κατά μήκος της ακτής.

– Ήρθαν τα πουλιά; με ρώτησες τελευταία. Ήταν Σεπτέμβρης.

– Όπου να’ ναι, σου απαντώ.

Θυμάσαι με ένστικτο ραβδοσκόπου, ο βάλτος έγινε τώρα κομμάτι μυαλού σου.

– Καλά που έρχονται κι αυτά και δεν ερημώνει ο τόπος.

Σπάνιο είδος τα αποδημητικά, ξέρουν όμως να επιστρέφουν. Έρχονται συχνά.

Αντίκρυ στο βάλτο μας, τα μακρύλαιμα νησάκια που διακρίνονται, δεν ανήκαν ποτέ στα κοντά μας όνειρα. Εμείς δυό ρόδες είχαμε και μια πετσέτα χρειαζόμασταν. Εντάξει, δεν υπήρχε τόσο πλαστικό για να δηλώνεις την παρουσία σου παντού. (Επιμένω! Τα τσόφλια τα μάζευες πάντα). Δεν είχαμε άλλωστε ΙΧ να ξεμακραίνουμε σε άλλες παραλίες με τουρίστες, ομπρέλες και ουζάκια πάνω στα τραπέζια. « Η Θάλασσά μας» λέγαμε και μας αρκούσε να παραθερίζουμε στο χωριό, τη μόνιμη κατοικία μας, χωρίς βέβαια να συνηθίσουμε την μυρωδιά του βάλτου. Δεν στερηθήκαμε νομίζω την αίσθηση ότι ανήκουμε σε αυτό το μέρος. Είχαμε και την ησυχία μας.

Προσπερνάω τα μπάζα και τις σωλήνες. Για χρόνια τα βλέπω στο ίδιο σημείο – κάποιο μεγάλο έργο θα γίνει εδώ. Σκύβω στα μικρά λουλουδάκια. Χωμένα ανάμεσα σε άγρια βλάστηση, βούρλα και σκίνα, πουρνάρια και σφένδαμα, θημωνιές και άφθονοι καλαμιώνες, τα μόνα ιστία πριν τα ναυάγια αποκαλυφθούν σε αυτό το χερσαίο οικοσύστημα. Αν βουλιάξω στο τέλμα θα σωθώ.

Πρόχειρη χαβούζα ήταν της περιοχής ο βάλτος μας, για δεκαετίες, αλλά και κοντινό βοσκοτόπι για πρόβατα και αγελάδες, κρυψώνα πουλιών με φωλιές. Τελευταία άλλαξαν πολλά και δια νόμου. Συνεχίζουν όμως να σταθμεύουν τροχόσπιτα ή να κάνουν αερομοντελισμό πάνω από τα κοπάδια πουλιών, οδοστρωτήρες να στρώνουν την άμμο(!) εξαφανίζοντας φωλιές και αυτοκίνητα κινούνται ελευθέρας, προς πάσα κατεύθυνση, προκαλώντας αναστάτωση στη ζωή του βιότοπου.

Ο τελευταίος κυνηγός πλήρωσε με την εξαφάνισή του από την περιοχή για τις άγριες πάπιες που βρήκαν μαδημένες στην πόρτα του. Συστάσεις, υποδείξεις να απομακρυνθεί από το συγκεκριμένο σημείο, θα πρέπει να του έγιναν. Δεν μπόρεσε να πείσει κανέναν ότι την παράγκα του, μια έρημη ψαροκαλύβα, την είχε στεριώσει στη δική του Μπουβίλ* με τον γνωστό σε πολλούς τρόπο, χωρίς να βλάπτει κανέναν και το κυνήγι, ήξερε πως δεν απαγορεύεται. Όχι όμως εκεί! Ενόχλησε τις Αρχές η παρουσία του, γιατί εκτός ότι βρισκόταν πλέον εντός οριοθετημένης ζώνης του υδροβιότοπου, λειτουργούσε αυθαίρετα πρόχειρο μαγειρείο, προσφέροντας σε κατατρεγμένα ζευγαράκια, ψάρι κυρίως και κυνήγι.

Η παράγκα, για χρόνια αποτελούσε σημαδούρα. Χώριζε την παραλία για μπάνιο από το βούρκο του σημερινού υδροβιότοπου.

 

*Μπουβίλ (Bouville, επινοημένη πόλη με συμβολικές έννοιες: Πόλη των βοδιών(ville des boeufs), της λάσπης (ville la boue), του τέλους (ville du bout), στο βιβλίο Ναυτία, του Ζ.Π. Σάρτ, εκδ. Πατάκη).

Μια πόλη μαγική (οδηγός θύμησης μιας πόλης)

Δημοσιεύτηκε στο www.culturepoint.gr  Δεκάδες στοιχισμένα τραπεζοκαθίσματα καταλαμβάνουν τη μεγάλη πλατεία, τον περιφρουρημένο λιμώνα των ca...