Ακράτα Αχαΐας, Χειμώνας 2021

 

Εθνική οδός Κορίνθου-Πατρών. Σημερινή Ολυμπία οδός. Κατεύθυνση προς Πάτρα. Βόρεια Πελοπόννησος, ακτές Αιγιαλείας, Λέχαιο, ένα από τα αρχαιότερα λιμάνια της Ελλάδας. Λίγο παρακάτω τα παλιά Ρωμαϊκά Λουτρά και μετά το Δερβένι η Ακράτα.  

Φτάνω με καιρό βροχερό και θάλασσα αγριεμένη. Ο κορινθιακός αφρίζει σκάζοντας στην ακτή. Φυσά δυνατά. Άνθρωποι δεν κυκλοφορούν στους δρόμους. Τα παράκτια μαγαζιά ούτε κι αυτά σερβίρουν. Τα τραπεζοκαθίσματα παραμένουν αναδιπλωμένα εντός των καταστημάτων. Για πόσο ακόμη, κανείς δεν γνώριζε τότε. Καραντίνα με θερμά σώματα να στηρίζονται σε τρεμάμενες ψυχές. Τι κυριαρχεί ετούτες τις στιγμές πίσω από τις κλειστές πόρτες των σπιτιών, αναρωτιέμαι, μήπως η μοναξιά, η νοσταλγία, η σιωπή, το μίσος, η βία, η ενοχή, η λησμονιά, ο έρωτας, η προδοσία, τα πάθη, η απάτη, το άδικο, μήπως το άνομο…

Βγήκα από το αυτοκίνητο να περπατήσω λίγο. Κάνει αρκετό κρύο. Ρώτησα ένα περαστικό –απ’ τους λιγοστούς περαστικούς που κυκλοφορούσαν- πως θα πάω στο Ειρηνοδικείο.  Μια υπόθεση ενός πτωχευμένου θειούλη….

Φτάνω στο τέλος του κόλπου, ως την πινακίδα που σηματοδοτεί την πορεία προς την παραλία Πλατάνου. Η αναποδογυρισμένη βάρκα γίνεται σημαδούρα για τους καλαμιώνες που αρχίζουν από εκεί και πέρα. Ερημία. Το καλοκαίρι αργεί ακόμη όσο κι αν κοιτώ ψηλά τον πρόσκαιρα αδύναμο ήλιο. Τρυπώνει όπου μπορεί και ξεμυτά από τα σύννεφα σαν Δίας· ξέρουμε πόσο ισχυρός μπορεί να γίνει άμα το θελήσει.


Ανηφορίζοντας προς την κοινότητα Ακράτας η θάλασσα του κορινθιακού θρυμματισμένη σε μικρά καθρεφτάκια αντανακλά το φως της μέρας.

Η αρχαία Αιγείρα κατοικούνταν κάποτε εδώ. Αρχαία πόλη, χτισμένη σε οχυρούς και δύσβατους λόφους μεταξύ Αιγίου και Σικυώνας. Κάποτε, πρόγονοι αρχαίων Ελλήνων, Ίωνες, Αχαιοί, Αιολείς και Δωριείς θα σκαρφάλωναν στα τραχιά και δύσβατα μονοπάτια  του Χελμού, πλάι στον ποταμό Κράθη.

Η οροσειρά ανεβαίνοντας ολοένα και πολλαπλασιάζεται. Σπίτια στιγματίζουν αραιά τις λοφοπλαγιές. Το όχημα αντιστέκεται σθεναρά με δευτέρα και κάπου κάπου βάζω τρίτη.

» Η κοινότητα αριθμεί με τα γύρω χωριά πάνω από 1500 κατοίκους. Είναι κι αυτοί με τα εξοχικά.

Βρήκα τον ιερέα της εκκλησίας, κτίριο που πρωτοστατεί στην είσοδο της κρυμμένης αυτής πολιτείας, σαν να με περίμενε.   

» Είναι κτισμένη το 1902, θέλησε αμέσως να μου απαντήσει, ξέροντας από πριν τι θα τον ρωτούσα.

»Άγιος Χαράλαμπος. Τι σύμπτωση σκέφτηκα, και τον θειούλη, Χαράλαμπο τον έλεγαν.

Μου είπε κι άλλα ο ιερέας. Για τη μάχη της Ακράτας το 1823 και το πώς ξεπάστρεψαν τους Τούρκους και ότι είχε απομείνει  από τη στρατιά του Δράμαλη. Για την ανάπτυξη που υπήρχε όλον τον 20ο αι σε τούτο το μέρος, με τους πρώτους κατοίκους να φτιάχνουν συνοικίες στα τέλη του 19ο αι. αλλά, όπως θα μάθαινα ύστερα από πηγές εκτός ότι η περιοχή υπήρξε ορμητήριο οπλαρχηγών ήταν ήδη αναπτυγμένη ως μυκηναϊκή Υπερησία. Έχοντας μάλιστα λίγο χρόνο μέχρι η υπάλληλος να διεκπεραιώσει τα έγγραφα θα ζωντάνευα την πόλη μέσα μου.


Περιδιαβαίνοντας τους δρόμους της, ακολουθώντας τις προκατασκευασμένες σκέψεις μου και τα λόγια του ιερέα είχα κάποια ζωντανή πολιτεία που κρύβεται στον χρόνο κι έπρεπε να ανακαλύψω. Σπίτια του 1900, νεοκλασικά κτίρια δυτικότροπης αρχιτεκτονικής, κατεβασμένα ρολά προδίδουν βιτρίνες και μαγαζιά μιας αλλοτινής ζωής.

 Ό, τι είναι αυτό που μαρτυρά κοσμικότητα και ζωή να είναι τα έργα των ανθρώπων, η ύπαρξη κατοίκων, οι φωνές των παιδιών, οι μαρτυρίες και τα ανείπωτα όνειρα. Είναι μήπως το αγέρωχο ύφος και το ειλικρινές βλέμμα των θαμώνων των καφενείων, οι γυναίκες που καθώς περπατούν διατηρούν ανά τους αιώνες απαράμιλλα στη θωριά τους την όψη μικρών κυριών.

Η λιγοστή κίνηση στους δρόμους μου έδινε το προβάδισμα ως επισκέπτη να κινηθώ πιο εύκολα για να γνωρίσω. Το μανάβικο, το ταχυδρομείο που φιλοξενούνταν στο ψιλικατζίδικο, ένα φροντιστήριο ξένων γλωσσών έχει αναρτημένο τον πίνακα των επιτυχόντων στην πρόσοψη, το αρτοποιείο, το μπακάλικο.

Οι μουριές χρήσιμες ως φυσικά σκίαστρα πρωτοστατούν στην πλατεία μα «Το καφέ της Χαράς» είναι κι αυτό κλειστό χωρίς Φατσέα.

Κατηφορίζοντας πάλι προς τα πίσω έχω συντροφιά μου τον γάργαρο ήχο από τι υδρορροές που υπάρχουν στις άκρες των δρόμων. Ακολουθούν το περπάτημά μου σαν εγώ να ακολουθώ το νερό που κατέρχεται από το βουνό στο μακρύ ταξίδι του μέχρι τη παραλία.

Πήρα το πολυπόθητο χαρτί κι ετοιμάστηκα να φύγω. Στο κατέβασμα η αρχιτεκτονική του επιβλητικού λιθόκτιστου σχολείου του ’30 (στεγάζει το Γυμνάσιο Ακράτας) αγκύρωσε το βλέμμα μου. Η μεγαλοπρέπειά του κάνει πρόδηλη τόσο τη σημασία που είχαν τα σχολεία κάποτε, όσο και την ύπαρξη πολλών παιδιών, όπως φανερώνεται στον αριθμό των αιθουσών.

Θα ήθελα να ξανάρθω κάποια στιγμή σκέφτηκα, για να δω και τα άλλα που δεν είδα.

δημοσιεύτηκε στο freesocial.gr 

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Άργος: Μια πόλη κάποτε, σήμερα

Τα φουγάρα τ’ Αναπλιού