Tώρα πια έγινες άγγελος

Τι ήθελε στη ζωή του ο πατέρας μου 

Σε ένα χωριό …..κάθονταν ένα απόβραδο του Σαββάτου σε κάποιο φτωχικό πανδοχείο οι χωρικοί (Εβραίοι στο σύγγραμμα). Όλοι τους ήταν ντόπιοι, εκτός από έναν, που κανένας δεν εγνώριζε. Ένας πάμφτωχος, κουρελιασμένος, που κούρνιαζε σταυροπόδι στη σκιά της σόμπας. Οι συζητήσεις δίναν και παίρναν. Πετιέται κάποιος και ρωτά τι θα επιθυμούσε ο καθένας, εάν ήταν να πραγματοποιηθεί μία ευχή του. Ο ένας ήθελε χρήματα, ο άλλος έναν γαμπρό, ο τρίτος ένα νέο πάγκο για το ξυλουργείο, και ούτω καθεξής.
Αφού όλοι πήραν τον λόγο, έμεινε τελευταίος ο ζητιάνος στη γωνιά της σόμπας. Απρόθυμα και διστακτικά υποχώρησε στις ερωτήσεις: « Θα ήθελα να’ μουν ένας παντοδύναμος βασιλιάς, και να’ μουν κύριος σε μια μεγάλη χώρα, και τη νύχτα να’ πεφτα για ύπνο στα παλάτι του και από τα σύνορα να μπούκαρε ο εχθρός  και πριν να ξημερώσει να΄ φταναν οι καβαλάρηδες μέχρι το κάστρο μου, κι αντίσταση καμία να μην υπήρχε , και να ξύπναγα με τρόμο, και να μην είχα χρόνο ούτε να  ξεφύγω, και μέσα από τα βουνά, πεδιάδες, δάση και λόφους, και δίχως σταματημό κυνηγημένος μέρα και νύχτα , να’ φτανα στα καλά μου σε αυτόν εδώ τον τόπο, στη γωνιά σας. Αυτό θα’ θελα».
Δίχως να καταλάβουν, κοιτάχτηκαν οι άλλοι μεταξύ τους. «Και τι θα κέρδιζες από όλα αυτά;», ρώτησε ένας. «Ένα πουκάμισο», ήταν η απάντηση.

Εγώ πάντα ζητούσα περισσότερα και τι κατάλαβα.

[Από το βιβλίο του Μπέγιαμιν (Εκλογή). Ο τίτλος είναι δικός μου]. 

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Άργος: Μια πόλη κάποτε, σήμερα

Η στοά του Ναυπλίου